- σπουδά
- σπουδά1 earnestness
ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ O. 10.97
τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ O. 10.97
τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σπούδα — και ασπούδα, η, Ν (διαλ. τ.) βιασύνη … Dictionary of Greek
σπουδᾷ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (epic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (epic) σπουδή haste fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσας — σπουδά̱σᾱς , σπουδάζω to be busy fut part act fem acc pl (doric) σπουδά̱σᾱς , σπουδάζω to be busy fut part act fem gen sg (doric) σπουδάσᾱς , σπουδάζω to be busy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδᾶς — σπουδᾶ̱ς , σπουδάζω to be busy fut ind act 2nd sg (doric) σπουδή haste fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάν — σπουδά̱ν , σπουδή haste fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάς — σπουδά̱ς , σπουδή haste fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσα — σπουδά̱σᾱ , σπουδάζω to be busy fut part act fem nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσαι — σπουδά̱σᾱͅ , σπουδάζω to be busy fut part act fem dat sg (doric) σπουδάζω to be busy aor inf act σπουδάσαῑ , σπουδάζω to be busy aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
ορδινιά — η (στον Ερωτόκρ.) 1. τάξη, ετοιμασία («με σπούδα μπαίνει σ ορδινιά», Ερωτόκρ.) 2. παραγγελία, εντολή («είχα μιαν ορδινιά παρμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, inis «τάξη»] … Dictionary of Greek